- οπισθόγλυφα
- Ομάδα φιδιών της οικογένειας των κολουβριδών, που χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη δοντιών με ιοβόλο αυλάκι, που βρίσκεται στην πίσω επιφάνεια τους. Τα φίδια όμως αυτά δεν μπορούν να εκτοξεύσουν το δηλητήριό τους παρά μόνο στο ζωντανό θήραμα που έχουν ήδη στο στόμα τους. Στην Ελλάδα τα φίδια του είδους είναι τα μεγαλύτερα απ’ όσα υπάρχουν στη χώρα, με μήκος σώματος που ξεπερνά το 1,5 μ.
* * *ταζωολ. ομάδα ιοβόλων φιδιών που τα ιοβόλα δόντια τους έχουν αύλακα στην πίσω επιφάνειά τους και δεν μπορούν να ενέσουν το δηλητήριό τους παρά μόνο στη λεία που βρίσκεται ήδη μέσα στο στόμα τους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. opisthoglypha (< οπισθ[ο]-* + -γλυφος < γλύφω)].
Dictionary of Greek. 2013.